προκαταλλάσσομαι

προκαταλλάσσομαι
Α
1. συνδιαλλάσσομαι και γίνομαι διαλλακτικός εκ τών προτέρων
2. συμφιλιώνομαι, συμβιβάζομαι εκ τών προτέρων
3. γίνομαι αντικείμενο προσυμφωνίας
4. (η μτχ. παρακμ. ως επίθ.) προκατηλλαγμένος
(για χρόνο) ο εκ τών προτέρων συμφωνημένος, από πριν ορισμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ-* + καταλλάσσομαι «συνδιαλλάσσομαι, συμφιλιώνομαι»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • προκαταλλαγῆναι — προκαταλλάσσομαι to be reconciled before aor inf mp …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”